Αποδημία Μέρος Α΄: Πρώτος ελληνικός αποικισμός

Δεν χρειάζεται να επικεντρωθεί κανείς στη σύγχρονη εποχή για να μελετήσει και να κατανοήσει τη μετανάστευση των Ελλήνων σε άλλους τόπους. Επί χιλιάδες χρόνια, η ελληνική συλλογική μνήμη είναι δεμένη με ιστορίες αλλεπάλληλων μετακινήσεων. Αν και η πάροδος του χρόνου και η αλλαγή των συνθηκών μας απομάκρυναν από τις αρχαίες ελληνικές μεταναστεύσεις, είναι τόσα πολλά τα στοιχεία, που τις κάνουν οικείες, ώστε να μπορούμε να μπορούμε να μάθουμε πολλά απ’ αυτές.

Το πρώτο μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα, γνωστό ως πρώτος ελληνικός αποικισμός, εξελίχθηκε σταδιακά μετά την κατάρρευση των μυκηναϊκών βασιλείων. Οι Μυκηναίοι, αφού κυριάρχησαν στην ηπειρωτική Ελλάδα για πέντε περίπου αιώνες, έπεσαν σε παρακμή στα τέλη του 12ου αιώνα π.Χ., θύματα πολλών συμφορών, πιθανότατα φυσικών καταστροφών, επιδρομών αλλοφύλων και γενικότερης αναταραχής στην ανατολική Μεσόγειο. Τα στοιχεία που έχουμε σήμερα δείχνουν ότι σεισμοί και πυρκαγιές κατέστρεψαν τα μυκηναϊκά ανάκτορα ανά την Ελλάδα. Επαναστάσεις και εισβολές εχθρικών φύλων κατέλυσαν τις κεντρικές εξουσίες σε κάθε βασίλειο. Οι πόλεις ερημώθηκαν, η καλλιεργήσιμη γη αφέθηκε στην τύχη της, οι γεννήσεις μειώθηκαν, η Γραμμική Γραφή Β΄ εγκαταλείφθηκε. Για τρεις περίπου αιώνες (από τον 11ο έως και τον 9ο αιώνα π.Χ.) έχουμε τόσο λίγα στοιχεία για το τι συνέβαινε στον ελληνικό χώρο, ώστε να ονομασθεί η περίοδος αυτή «Σκοτεινοί αιώνες» ή «Μεσαίωνας της αρχαιότητας».

Ξέρουμε, πάντως, ότι προς το τέλος της μυκηναϊκής εποχής ένα ελληνικό φύλο, οι Δωριείς, εγκατεστημένοι στη βορειοδυτική Ελλάδα, στην Πίνδο, μετακινήθηκαν νοτιότερα και εγκαταστάθηκαν στη Στερεά Ελλαδα (σε μια περιοχή, που ακόμη και σήμερα είναι γνωστή ως Δωρίδα), καθώς και στη ανατολική και νότια Πελλοπόνησο. Την ίδια περίπου χρονική περίοδο, όλα τα βασίλεια της ανατολικής Μεσογείου (Αίγυπτος, Μεσοποταμία, Χετταίοι) υπέστησαν επιθέσεις από άλλα φύλα, που έμειναν στην ιστορία ως «λαοί της θάλασσας». Η αυτοκρατορία των Χετταίων στη Μικρά Ασία κατέρρευσε, αφήνοντας ένα κενό στις περιοχές επικυριαρχίας της.

Οι μετακινήσεις και οι αναταράξεις, που προκάλεσε η κάθοδος των Δωριέων, η απώλεια των μικρασιατικών παραλίων για τους Χετταίους, η γενικότερη στενότητα χώρου, η κλειστή γεωργική οικονομία, που επικράτησε έναντι άλλων μορφών, αποτέλεσαν τα βασικότερα αίτια για τη μετανάστευση των Ελλήνων προς την Ανατολή. Η μετανάστευση έγινε κατά κύματα και κατά φυλές, το 10ο αιώνα π.Χ. δε έγινε πιο εκτεταμένη.

Πρώτοι μετακινήθηκαν οι Αιολείς, κυρίως από τη Θεσσαλία και τη Βοιωτία, οι οποίοι περαιώθηκαν αρχικά στη Λέσβο και την Τένεδο και κατόπιν στα απέναντι μικρασιατικά παράλια, από την Τρωάδα έως τον κόλπο της Σμύρνης, που ονομάσθηκαν Αιολίδα. Λίγο αργότερα, οι Ίωνες από την Αττική, την Εύβοια και τη βόρεια Πελλοπόνησο αποίκισαν πρώτα τη Σάμο και τη Χίο και κατόπιν το κεντρικό τμήμα των μικρασιατικών παραλίων, που ονομάσθηκε Ιωνία και αργότερα έδωσε το όνομά της σε όλα τα παράλια. Τελευταίοι μετακινήθηκαν οι Δωριείς από την Πελλοπόνησο, προς τις νότιες Κυκλάδες (Μήλος, Θήρα), την Κρήτη, τη Ρόδο και την Κω και κατόπιν τα νότια παράλια της Μικράς Ασίας. Κάθε φύλο ίδρυσε πόλεις στις περιοχές αποίκισής του, οι οποίες αποτέλεσαν κατοπινά ανεξάρτητα κράτη.

Ο αποικισμός της ανατολής δεν αποτέλεσε συνέχεια των μυκηναϊκών βασιλείων, των διοικητικών δομών και των κοινωνιών τους. Αντιθέτως, η οικονομία υπέστη μια οπισθοδρόμηση, ενώ ο ελληνικός κόσμος βίωσε μια θεαματική αλλαγή, χωρίς να υπάρχει μετάβαση της μυκηναϊκής ζωής στο νέο ελληνικό περιβάλλον.

Τόσο στη μητροπολιτική Ελλάδα όσο και στις περιοχές των αποικιών δημιουργήθηκαν φυλετικά κράτη. Η κοινωνικοπολιτική οργάνωση είχε ως βάση σε πρώτο επίπεδο την οικογένεια και σε δεύτερο επίπεδο τη φυλή. Η κεντρική εξουσία εξασθένισε∙ υπήρχε βασιλιάς, αλλά δεν ήταν απόλυτα κυρίαρχος. Πλαισιωνόταν από ευγενείς, που κατείχαν το μεγαλύτερο μέρος της καλλιεργήσιμης γης και συμμετείχαν στη λήψη των αποφάσεων. Σιγά σιγά η εξουσία του βασιλιά μειώθηκε υπέρ των ευγενών, ώστε αυτός τελικά να είναι απλώς ένας από αυτούς κι όχι υπέρτερός τους.

Κύρια απασχόληση των κατοίκων ήταν η γεωργία και η κτηνοτροφία. Ο σκοπός, όμως, της οικονομίας ήταν η αυτάρκεια με ένα συντηρητικό πνεύμα: κάθε πολυτέλεια αποφεύχθηκε, ενώ για την εξοικονόμηση όσων απαραίτητων πραγμάτων δεν υπήρχαν, δρομολογήθηκαν ανταλλαγές. Το εμπόριο και η ναυτιλία, που άκμαζαν στα μυκηναϊκά χρόνια, εγκαταλείφθηκαν στους Φοίνικες.

Η σπουδή για την αποφυγή πολυτέλειας και σπατάλης επηρέασε και την καλλιτεχνική δραστηριότητα. Η αρχιτεκτονική προσανατολίσθηκε σε λιτές και χρηστικές κατασκευές, με λίθινα θεμέλια και ξύλινο ή πλίνθινο κορμό, που δε διασώθηκε ως τις μέρες μας. Τα αγάλματα ήταν μικρού μεγέθους και με λίγες ανατομικές λεπτομέρειες. Τα αγγεία διακοσμήθηκαν με γεωμετρικά σχήματα, που έδωσαν το όνομά τους σε ολόκληρη την εποχή.

Εκείνη τη δύσκολη για τους ίδιους περίοδο, οι Έλληνες διαμόρφωσαν μερικά από τα βασικά χαρακτηριστικά, με τα οποία αυτοπροσδιορίζονταν για αιώνες. Παγιώθηκε για παράδειγμα το δωδεκάθεο (όπως το ξέρουμε σήμερα), που έτυχε καθολικής αποδοχής. Οι θεοί των Ελλήνων δεν ήταν τερατόμορφοι, όπως σε άλλους ανατολικούς λαούς, αλλά ανθρωπόμορφοι, κατ’ εικόνα μεν των θνητών, πλην όμως αθάνατοι, αγέραστοι και μακάριοι μέσα στην ξεγνοιασιά τους. Η κοινωνία των θεών, όπως οι αρχαίοι Έλληνες τους οραματίσθηκαν, ήταν μια μικρογραφία των δικών τους κοινωνιών.

Εκτός αυτού, η αναπόληση του ένδοξου μυκηναϊκού παρελθόντος και της πατρίδας, που άφησαν πίσω, προκάλεσε τη δημιουργία του έπους. Η τέχνη των ποιητών, που απήγγειλαν (ραψωδοί) ή τραγουδούσαν (αοιδοί) τα ηρωϊκά κατορθώματα των μυθικών προγόνων, ξεκίνησε και καλλιεργήθηκε πρώτα στην Ιωνία, όπου βρίσκονται όλες οι πόλεις που ερίζουν για την καταγωγή του Ομήρου.

Κατά την περίοδο του αποικισμού, οι Έλληνες ήρθαν σε επαφή με άλλους λαούς, άλλοτε ειρηνικά και άλλοτε όχι. Ξεκίνησε έτσι μια μακρά διαδικασία αλληλεπίδρασης, μέσα από την οποία έδωσαν και έλαβαν πολλά στοιχεία, που διαμόρφωσαν τις πολιτικές, οικονομικές και στενά πολιτιστικές ισορροπίες στην ευρύτερη περιοχή. Η υιοθέτηση του φοινικικού αλφαβήτου και η προσαρμογή του στις δικές τους ανάγκες επέκτεινε τη χρήση του, δημιούργησε νέους ορίζοντες.

Τι συμπεράσματα μπορούμε να βγάλουμε απ’ όλα αυτά; Καθώς, όπως τονίσθηκε και πιο πάνω, τα στοιχεία που ξέρουμε για την εποχή εκείνη, είναι απείρως λιγότερα απ’ αυτά που αγνοούμε, είναι πολύ δύσκολο να καταλήξουμε σε αδιάσειστα στοιχεία για τον πρώτο αυτό αποικισμό. Παρόλαυτα, μπορούμε έστω και έτσι να παρατηρήσουμε ότι οι συνθήκες, που προκάλεσαν και μέσα στις οποίες έγινε ο πρώτος ελληνικός αποικισμός, ήταν εξαιρετικά δύσκολες και πρωτόγνωρες για τα ελληνικά φύλα. Οι καταστροφές που υπέστησαν ήταν τέτοιες, ώστε ο κόσμος τους, όπως τον ήξεραν, άλλαξε ανεπιστρεπτί.

Η αντιμετώπιση αυτής της πρόκλησης έγινε με τη δημιουργία μιας εντελώς νέας κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας. Φαίνεται πως για όλα τα προβλήματα και τις επιχειρήσεις τους (όπως και ο αποικισμός) οι Έλληνες βασίσθηκαν σε ό,τι θεωρούσαν σταθερότερο: την οικογνεια και τη φυλετική ενότητα. Ο αποικισμός δεν έλυσε όλα τα προβλήματα ούτε έφερε οικονομική ανάπτυξη, αν και με τα κενά, που έχουμε, το συμπέρασμα είναι αμφίβολο. Υπήρξε πάντως αντίδραση στις αναταράξεις του 12ου αιώνα: οι Έλληνες αντιμετώπισαν την κατάσταση συντηρητικά και οι όποιες αλλαγές έγιναν βαθμιαία και σε ικανό βάθος χρόνου. Αυτό πιθανότατα τους έδωσε το χρόνο να αξιολογήσουν κάθε τους βήμα, κάθε νέο θεσμό. Αργότερα, είχαν την ευκαιρία να κάνουν τις κινήσεις για να επεκταθούν και να αναπτυχθούν σε όλους τους τομείς, με το δεύτερο ελληνικό αποικισμό. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

Για τον α΄ ελληνικό αποικισμό και την εποχή του
ΔΙΑΒΑΣΤΕ
- Μιχάλης Τιβέριος/Λάμπρος Τσακτσίρας – Ιστορία των αρχαίων χρόνων έως το 30π.Χ. (το σχολικό βιβλίο της Α΄ Γυμνασίου, έκδοσης 1988, σελ. 72-90)
- Robin Osborne – Η γένεση της Ελλάδας 1200-479π.Χ. (εκδόσεις Οδυσσέας, 2000, σελ. 52-76)
- Anthony M. Snodgrass – The Dark Age of Greece (Edinburgh, 1971)
- Gustave Glotz - Η ελληνική πόλις (Μ.Ι.Ε.Τ. 1981, σελ. 71-78).

Γιάννης Δρίτσουλας