Τα πέντε μεγαλύτερα μυστήρια της ελληνικής αρχαιολογίας

Μία από τις πιο διαχρονικές υπερβολές των νεοελλήνων είναι το μέγεθος της περηφάνειας τους για το ένδοξο αρχαίο παρελθόν τους. Η προγονολατρεία στην Ελλάδα είναι επιστήμη, επάγγελμα και νοοτροπία. Αλοίμονο στον ξένο που θα τολμήσει ν’ αμφισβητήσει την ιστορία μας, την πολεμική αρετή, την επιστημονική πρωτοπορία και την καλλιτεχνική τελειότητα των προγόνων. Πόσο βέβαια, όμως, είναι όσα ξέρουμε για την ιστορία μας; Πόσο ακριβή; Θα εκπλαγεί κανείς αν μάθει ότι, με εξαίρεση την Αθήνα, τη Σπάρτη, τη Θήβα και ίσως άλλες 2-3 πόλεις, ιδίως κατά την κλασική και την ελληνιστική εποχή, δεν γνωρίζουμε παρά μικρά ψιχία της αρχαίας ελληνικής ιστορίας. Όλοκληρες χρονικές περίοδοι και ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής επικράτειας καλύπτεται από σκοτάδι.

Το σκοτάδι αυτό έρχεται να φωτίσει η αρχαιολογία. Αν η ιστορία είναι ο ομιλητής που γοητεύει τα πλήθη, τότε η αρχαιολογία είναι η αφανής ομάδα που προετοιμάζει αυτήν την ομιλία, συγκεντρώνοντας όλα τα στοιχεία. Για κάθε γραμμή στα βιβλία ιστορίας έχουν γραφτεί χιλιάδες γραμμές αρχαιολογικής έρευνας, που να εξηγούν το που, το πότε, το πως και το γιατί της ιστορίας. Ακόμη κι έτσι, παρά την τεράστια πρόοδο των τελευταίων 150 ετών και παρά την αλματώδη ανάπτυξη της τεχνολογίας, εξακολουθούν να υπάρχουν πολλά μυστήρια. Στις επόμενες γραμμές θα εξετάσουμε πέντε από τα σπουδαιότερα μυστήρια της ελληνικής αρχαιολογίας.

1. Τι γλώσσα αποδίδει η Γραμμική Γραφή Α΄

Όταν ο Arthur Evans ανέσκαπτε το ανάκτορο της Κνωσού στην Κρήτη το 1900, ανακάλυψε, μεταξύ άλλων, πήλινες πινακίδες με μια περίεργη γραφή. Την ονόμασε Γραμμική Γραφή και, μετά την ανακάλυψη ανάλογων πινακίδων στα μυκηναϊκά κέντρα της ηπειρωτικής Ελλάδας, η μινωϊκή ονομάστηκε Γραμμική Α΄ ενώ η μυκηναϊκή Γραμμική Β΄. Ως σήμερα έχουν βρεθεί πινακίδες της Γραμμικής Α΄ σε Κνωσό, Φαιστό, Αγία Τριάδα, Μάλια, Χανιά, Αρχάνες, αλλά και εκτός Κρήτης (Μήλος, Κέα, Κύθηρα, Θήρα, Μίλητος, ακόμη και στην Τροία). Χρονολογούνται μεταξύ 1800-1450π.Χ., δηλ. μέχρι την έλευση των Μυκηναίων στην Κρήτη.

Η Γραμμική Α΄ αποτελείται, όπως η Γραμμική Β΄, από συλλαβογράμματα και ιδεογράμματα, πολλά από τα οποία είναι κοινά μεταξύ των δύο γραφών. Γι’ αυτό και σήμερα η Γραμμική Α΄ θεωρείται πρόγονος της Γραμμικής Β΄.

Το 1953 ο Michael Ventris κατόρθωσε ν’ αποκρυπτογραφήσει τη Γραμμική Β΄ αποδίδοντας συγκεκριμένη φωνητική αξία σε κάθε σύμβολό της. Έτσι, απέδειξε ότι οι Μυκηναίοι μιλούσαν και έγραφαν ελληνικά. Μετά απ’ αυτό, εικάζοντας ότι οι κοινοί χαρακτήρες έχουν την ίδια φωνητική αξία και στις δύο γραφές, οι αρχαιολόγοι μετέγραψαν τα κείμενα της Γραμμικής Α, αλλά η φωνητική τους απόδοση δεν ανήκει σε καμιά ως τώρα γνωστή γλώσσα. Εκτός αυτού, από τη Γραμμική Β λείπουν χαρακτήρες, οι οποίοι στη Γραμμική Α φαίνεται να είναι σημαντικοί, ενώ η Γραμμική Β χρησιμοποιεί χαρακτήρες από τη μινωική ιερογλυφική γραφή, οι οποίοι δεν υπάρχουν στη Γραμμική Α.

Τι γλώσσα, λοιπόν, μιλούσαν οι Μινωίτες; Και, κατ’ επέκταση, τι φυλή ήταν; Σίγουρα δε μιλούσαν ελληνικά, αλλά μια – κατά μια άποψη – σημιτική γλώσσα. Με τα σημερινά τεχνολογικά μέσα μπορούμε μεν να τη διαβάσουμε, αλλά όχι να την κατανοήσουμε. Με μια εξαίρεση: το εμβληματικότερο κείμενο Γραμμικής Α΄ είναι σκαλισμένο στο λεγόμενο «Δίσκο της Φαιστού», της πόλης, που το όνομά της σημαίνει «πόλη του φωτός». Το κείμενο αυτό κατάφεραν τελικά ν’αποκρυπτογράφησουν στο μεγαλύτερο μέρος του οι καθηγητές Gareth Owens και John Coleman. Πρόκειται πιθανότατα για ένα ποίημα-προσευχή σε μια έγκυο θεότητα, ένα λυρικό ύμνο που χρονολογείται γύρω στο 1700π.Χ. Είναι ένα πρώτο βήμα στη λύση του μυστηρίου που ήταν οι Μινωίτες. Έπονται πολλά ακόμη.

2. Γιατί κατέρρευσαν τα μυκηναϊκά βασίλεια

Γύρω στο 1200π.Χ. τα μυκηναϊκά ανακτορικά κέντρα κατέρρευσαν και δεν ανασυστάθηκαν ποτέ ξανά. Με την κατάρρευσή τους ακολουθεί μια περίοδος οικονομικής και κοινωνικής παρακμής για περίπου 150 χρόνια, ενώ έκτοτε οι μυκηναϊκές τέχνες και η Γραμμική Β΄ ξεχνιούνται. Οι επόμενοι τρεις αιώνες, ως την έλευση του αλφαβήτου, καλούνται «Σκοτεινοί» ή «αρχαίος Μεσαίωνας», αν και έχουμε – ελλιπή, αν και διαρκώς συσσωρευόμενα – στοιχεία.

Ποια, όμως, ήταν η αιτία της σχεδόν ταυτόχρονης κατάρρευσης όλων των μυκηναϊκών βασιλείων; Η αρχαιολογική έρευνα κατέδειξε ίχνη καταστροφής και εγκατάλειψης, γι’ αυτό κατά καιρούς έχουν προταθεί ως αιτίες φυσικά φαινόμενα όπως εκτεταμένη ξηρασία, σεισμοί και πλημμύρες, εμφύλιες συγκρούσεις και αναταραχές, εισβολή εχθρικών φυλών, όπως οι λεγόμενοι «λαοί της Θάλασσας» ή και συνδυασμός όλων των παραπάνω.

Δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα τι συνέβη. Τα ευρήματα σίγουρα παραπέμπουν σε συνδυασμό φυσικών καταστροφών και πολιτικοκοινωνικής αναταραχής. Επιπλέον, σε μια επιγραφή στο νεκρικό θάλαμο του Φαραώ Ραμσή Γ΄(1184-1153π.Χ.) περιγράφεται η επίθεση των «Λαών της θάλασσας», στο Δέλτα του Νείλου, αφού προηγουμένως είχαν καταστρέψει μια σειρά από βασίλεια της Εγγύς Ανατολής, επίθεση που οι Αιγύπτιοι απέκρουσαν με δυσκολία. Σ’ αυτούς τους λαούς αποδίδεται η κατάρρευση της αυτοκρατορίας των Χετταίων και η καταστροφή της πρωτεύουσας Χατούσα στην κεντρική Μ. Ασία. Δεν μπορούμε, όμως, να γνωρίζουμε ποιοι ήταν αυτοί οι λαοί κι αν επέδραμαν με καθοριστικό, καταστροφικο τρόπο και στη μυκηναϊκή επικράτεια. Κάποιοι άλλοι αποδίδουν το τέλος των μυκηναϊκών βασιλείων στη λεγόμενη «Κάθοδο των Δωριέων» χρησιμοποιώντας ανώτερα όπλα, φτιαγμένα από σίδηρο. Σήμερα, όμως, γνωρίζουμε ότι οι Δωριείς δεν κατέβηκαν στην Ελλάδα από το βορρά το 12ο αιώνα π.Χ., αλλά περίπου το 1000π.Χ., όταν οι αποδιδόμενες σ’ αυτούς αλλαγές είχαν ήδη συντελεστεί∙ όσο για το σίδηρο, αυτός μας ήρθε όχι από το βορρά, αλλά από την Ανατολή, ίσως απ’ την Κύπρο.

Η μαζικότητα της καταστροφής και η έλλειψη γραπτών τεκμηρίων δημιουργεί ένα από τα μεγαλύτερα κενά στην ελληνική ιστορία∙ αλλά η έρευνα συνεχίζεται.

3. Που είναι η ομηρική Ιθάκη

Ξεκίνησε σαν εκστρατεία ενός ονειροπόλου. Ο ερασιτέχνης αρχαιολόγος Heinrich Schliemann ανακάλυψε τις Μυκήνες και άνοιξε το χορό της αναβίωσης των ομηρικών επών. Μέσα σε λίγες μόνο δεκαετίες είχαν ανακαλυφθεί τα περισσότερα ανάκτορα των Αχαιών βασιλιάδων. Το μόνο που μέχρι σήμερα παραμένει στο σκοτάδι είναι το βασίλειο του Οδυσσέα, απογοητεύοντας όχι μόνο τον Schliemann, αλλά και τον Dorpfeld κ.α. Λίγα ζητήματα αρχαιολογίας έχουν προκαλέσει τόσο βιτριολικές διαμάχες. Οι θεωρίες για το ποια ήταν η ομηρική Ιθάκη δίνουν και παίρνουν, με τις επικρατέστερες να είναι η Κεφαλονιά, η Ιθάκη και η Λευκάδα.

Οι επιστήμονες έχουν ως οδηγό τον Όμηρο και ειδικά τους στίχους της Ι ραψωδίας στην Οδύσσεια, όταν ο Οδυσσέας αποκαλύπτεται στον Αλκίνοο:

Πατρίδα μου η Ιθάκη, που τη γνωρίζεις εύκολα· στη μέση της
υψώνεται βουνό, το Νήριτο περήφανο, ο άνεμος κλονίζει
τα φυλλώματά του. Τριγύρω κατοικούνται κι άλλα
πολλά νησιά, πολύ κοντά το ένα στο άλλο,
Δουλίχιο και Σάμη, η δασωμένη Ζάκυνθος.

καθώς και τους στίχους της Δ ραψωδίας, όπου περιγράφεται η ενέδρα των μνηστήρων στον Τηλέμαχο

Είναι ένα βραχονήσι εκεί καταμεσής της θάλασσας
(η Ιθάκη από τη μια μεριά, η Σάμη απόκρημνη απ᾽ την άλλη),
η Αστερίδα, όχι μεγάλη, μ᾽ αντικριστά λιμάνια δίδυμα,
για τα καράβια ασφαλισμένα — εκεί στήσαν καρτέρι
και περίμεναν οι Αχαιοί.

Στην ίδια την Ιθάκη δεν έχουν βρεθεί μυκηναϊκά κατάλοιπα, ενώ σε κανένα νησί δεν ταιριάζουν οι περιγραφές που έχουμε από τον Όμηρο ούτε τα σημερινά ταυτίζονται με τα αρχαία ονόματα των νησιών. Η συστηματική ανασκαφή στα Ιόνια πιθανότατα θα ρίξει περισσότερο φως∙ ως τότε, αρκεστείτε στους θρύλους.

4./5. Που βρίσκεται ο τάφος του Μ. Αλεξάνδρου και ποιος είναι ο ένοικος του τάφου στην Αμφίπολη.

Από το 1965 ο αρχαιολόγος Δημήτριος Λαζαρίδης, ανασκαφέας σε Αμφίπολη και Θάσο, είχε επισημάνει το λόφο Καστά, αλλά ανασκαφές ξεκίνησαν μόλις το 2012 από την Κατερίνα Περιστέρη, η οποία το 2014 αποκάλυψε ταφικό περίβολο 500 μ. περίπου (αρκετά μεγάλο, ώστε να στεγάζει επιφανή νεκρό) και την είσοδο του τάφου, φρουρούμενη από δύο εντυπωσιακές, ακέφαλες Σφίγγες. Με την είσοδο στον τάφο, η αρχαιολογική σκαπάνη αποκάλυψε τρεις διαδοχικούς θαλάμους. Τον πρώτο θάλαμο φυλάττουν οι Σφίγγες, το δεύτερο δύο Καρυάτιδες. Στο δεύτερο θάλαμο βρέθηκε ψηφιδωτό δάπεδο με παράσταση της αρπαγής της Περσεφόνης από τον Πλούτωνα, ενώ το άρμα οδηγεί ο ψυχοπομπός θεός Ερμής. Στον τρίτο θάλαμο βρέθηκαν τα οστά του νεκρού κι έκτοτε επιστήμονες κάθε ειδικότητας πασχίζουν να προσδιορίσουν την ταυτότητα του νεκρού κι αν υπάρχουν κι άλλοι χώροι στο τεράστιο αυτό μνημείο.

Η έρευνα είναι σε εξέλιξη, αλλά έχουν ήδη προταθεί ως πιθανότεροι θαμμένοι εκεί ο Ηφαιστίων, ο Νέαρχος, η Ολυμπιάδα και άλλοι επιφανείς Μακεδόνες στον κύκλο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ο λόγος Καστά είναι τεράστιος και Κύριος οίδε τι άλλο μπορεί να κρύβει. Θα μας πάρει πιθανότατα δεκαετίες να ολοκληρώσουμε την έρευνα.

Παρόλαυτά, οι Έλληνες αγαπούμε τις ιστορίες για αρχαία μεγαλεία κι έτσι έχει καλλιεργηθεί (και από τα ΜΜΕ) η πεποίθηση ότι είναι ο τάφος του Μ. Αλεξάνδρου. Έχει, όμως, βάση μια τέτοια θεωρία;

Η απάντηση είναι (πιθανότατα) όχι. Υπάρχουν πολλές και ισχυρές αρχαίες πηγές (Καλλισθένης, Αρριανός, Πλούταρχος) που αναφέρουν ότι η σωρός του Μ. Αλεξάνδρου μεταφέρθηκε με ισχυρή συνοδεία ως τα σύνορα Συρίας – Αιγύπτου, όπου την παρέλαβε ο Πτολεμαίος. Ο ισχυρός αυτός στρατηγός έχτισε μαυσωλείο για το μεγάλο στρατηλάτη στην Αλεξάνδρεια. Στο μαυσωλείο αυτό τοποθετήθηκε τελικά η σορός του Αλέξανδρου μόλις το 282π.Χ. από τον Πτολεμαίο Β΄. Το διάσημο τάφο, γνωστό και ως Σήμα, επισκέφτηκαν μεταξύ άλλων, ο Ιούλιος Καίσαρας, ο Οκταβιανός Αύγουστος και ο αυτοκράτορας του 3ο αι. μ.Χ. Καρακάλλας.

Το 391μ.Χ. ξεσπούν στην Αλεξάνδρεια συγκρούσεις μεταξύ φανατικών χριστιανών και εθνικών. Οι χριστιανοί, καθοδηγούμενοι από τον αρχιεπίσκοπο Αλεξανδρείας Θεόφιλο, κατέστρεψαν πολλούς αρχαιοελληνικούς ναούς και το Σεραπείον. Πιθανότατα, μαζί με το Σεραπείον κι ένα κομμάτι της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας καταστράφηκε και το μαυσωλείο του Μ. Αλεξάνδρου. Λίγα χρόνια αργότερα, το 400, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος στη Β΄ προς Κορινθίους επιστολή του κάνει το ερώτημα ως προς το που βρίσκεται ο τάφος του Μ. Αλεξάνδρου, ένδειξη ότι οι καταστροφές στην Αλεξάνδρεια το 391 είχαν ως συνέπεια να μην αναγνωρίζεται πλέον ούτε η θέση του. Το 415 νέες, ανάλογες ταραχές ξέσπασαν στην Αλεξάνδρεια, όπου αρχιεπίσκοπος είναι πλέον ο Κύριλλος. Πάλι καταστρέφονται ναοί και άλλα ειδωλολατρικά οικοδομήματα, ενώ η φιλόσοφος και μαθηματικός Υπατία λιντσάρεται με τρομερή αγριότητα από φανατικούς χριστιανούς. Πότε χάθηκαν τα ίχνη του μαυσωλείου; Κανείς δεν ξέρει. Την ίδια περίπου εποχή σύμφωνα με το βίο του, ο Όσιος Σισώης (+429) απέτιε τιμή συχνά στον τάφο του Μ. Αλεξάνδρου. Αλήθεια ή θρησκευτικός θρύλος;

Σύγχρονοι αρχαιολόγοι χτενίζουν την αιγυπτιακή έρημο και την περιφέρεια της αρχαίας Αλεξάνδρειας σε μια προσπάθεια για αποδείξεις. Μια εναλλακτική θεωρία δε του Βρετανού ιστορικού Andrew Chugg το 2002 υποστηρίζει πως το σώμα εκλάπη κατά τον Μεσαίωνα από Βενετούς έμπορους στην Αλεξάνδρεια, οι οποίοι λανθασμένα πίστεψαν πως το σώμα ήταν του Αγ. Μάρκου – προστάτη της Βενετίας και σήμερα βρίσκεται στον καθεδρικό ναό του Αγίου Μάρκου στη Βενετία, όπου και εκτίθεται προς λατρεία ως το σώμα του ομώνυμου αγίου.

Όσο πιο μεγάλο το μυστήριο, τόσο περισσότερες – και συχνά ευφάνταστες – θεωρίες διατυπώνονται για την εξήγησή του. Η αρχαιολογία ως επιστήμη, όμως, έχει αποστολή να παρέχει εξηγήσεις, αλλά και να ανακαλύπτει θησαυρούς. Μερικοί από τους θησαυρούς αυτούς είναι τα χαμένα έργα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Αλλά γι’ αυτά θα μιλήσουμε στο επόμενο κείμενο.

Στην εικόνα: ο δίσκος της Φαιστού.
Γιάννης Δρίτσουλας

Add new comment

Filtered HTML

  • Web page addresses and e-mail addresses turn into links automatically.
  • Allowed HTML tags: <a> <em> <strong> <cite> <blockquote> <code> <ul> <ol> <li> <dl> <dt> <dd>
  • Lines and paragraphs break automatically.

Plain text

  • No HTML tags allowed.
  • Web page addresses and e-mail addresses turn into links automatically.
  • Lines and paragraphs break automatically.